- ἐνέγραφε
- ἐγγράφωmake incisions intoimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐνέγραφ' — ἐνέγραφε , ἐγγράφω make incisions into imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληξίαρχος — ο (Α ληξίαρχος) νεοελλ. δημόσιος, δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος ο οποίος τηρεί τα ληξιαρχικά βιβλία αρχ. 1. άρχοντας στην Αθήνα ο οποίος ενέγραφε στο ληξιαρχικό βιβλίο τους ενηλικιούμενους νέους 2. αρχή στην Αθήνα που είχε ως έργο να ελέγχει… … Dictionary of Greek